- μορφολογική ψυχολογία ή γκέσταλτ
- (γερμ. Gestalt = μορφή). Θεωρία που γεννήθηκε στη Γερμανία (1912) από τη σχολή του Βερολίνου των Μαξ Βερτχάιμερ (1880-1943), Κουρτ Κόφκα και Βόλφγκανγκ Κέλερ. Κατά τη θεωρία αυτή, όλες οι λειτουργίες της σκέψης και της αντίληψης πρέπει να θεωρούνται ως αλληλεξαρτώμενα φαινόμενα, που μπορούν να αναλυθούν σε απλούστερα μέρη μόνο ύστερα από ανάλυση σε συλλογισμό. Αντίθετα από τον ψυχολογικό ατομισμό, που διατυπώθηκε από τη θεωρία της ενόρασης, την ψυχολογία της συμπεριφοράς και ψυχοαντανακλασιολογία, η μορφολογική ψυχολογία αρνείται ότι η ψυχική λειτουργία αντιπροσωπεύει απλή άθροιση στοιχείων, υποστηρίζοντας ότι κάθε φαινόμενο πρέπει να θεωρείται ως όλον (Zusammenhang), μέσα στο οποίο τα μέρη ρυθμίζονται από τον ίδιο τον νόμο που διέπει το σύνολο, σ’ ένα είδος στενής και αδιάλυτης λειτουργικής σχέσης. Μια τέτοια θέση, έναντι των δεδομένων της αισθητής εμπειρίας, είχε ως πρόδρομο τον ψυχολόγο Κρίστιαν φον Έρενφελς (1859-1932), ο οποίος είχε μιλήσει για «μορφικές ιδιότητες» σε διάκριση από τις στοιχειώδεις «αισθητές ιδιότητες», και τους ψυχολόγους της σχολής του Γκρατς Αλέξιους Μάινονγκ (1853-1920) και Βιτόριο Μπενούσι (1838-1929). Οι τελευταίοι όμως, αναζητώντας την ερμηνεία του μηχανισμού αντίληψης, τον αντιλαμβάνονταν ως επεξεργασία με χαρακτήρα πνευματικής σύνθεσης που δρα μόνο σε δεύτερο χρόνο πάνω στα δεδομένα τα οποία προσφέρθηκαν αρχικά από την αίσθηση. Αντίθετα, για τη μορφολογική ψυχολογία το ψυχολογικό φαινόμενο της αντίληψης δεν μπορεί, ενιαίο καθώς είναι, να αναλυθεί σε διαδοχικές φάσεις (π.χ. αίσθηση και αντίληψη, όπως υπέθεταν η φιλοσοφία και η κλασική ψυχολογία). Η πράξη της αντίληψης αποτελεί ένα όλον μαζί με την πράξη της αίσθησης γιατί προσδιορίζονται αμοιβαία την ίδια στιγμή: τα δεδομένα της αίσθησης θέτουν έτσι τα όρια μέσα στα οποία ενεργεί ταυτόχρονα μια μορφική δόμηση. Έτσι προκύπτει μια άμεση και συνολική εμπειρία, στην οποία μόνο με διανοητική επεξεργασία που ακολουθεί είναι δυνατόν να χωριστεί η μορφική όψη από εκείνη που προσφέρουν τα δεδομένα των αισθήσεων. Ο δομικός χαρακτήρας της μορφής πετυχαίνεται με τη στιγμιαία αντίληψη της σχέσης που υπάρχει μεταξύ των αισθητών δεδομένων, ώστε μερικά από αυτά ενεργούν ως αντικείμενα και άλλα ως βάθος από δικές τους ενυπάρχουσες και όχι εξηγήσιμες, όπως νόμιζαν μερικοί ψυχολόγοι, ιδιότητες, μόνο με βάση τις εμπειρίες της ζωής του προσώπου.
Έτσι, ο ρόλος που αναλαμβάνει κάθε μεμονωμένη λεπτομέρεια είναι σύμφωνος με τον μορφικό νόμο που προσδίδει σε κάθε μια από αυτές μια ειδική λειτουργία, σύμφωνα με το κριτήριο της μέγιστης αντιληπτικής οικονομίας (νόμος της πληρότητας). Η αντίληψη της μορφής στην αμεσότητα της θα ήταν εξάλλου πιο σύμφωνη με την πραγματικότητα του αντικειμένου που γίνεται αντιληπτό, από ό,τι θα ήταν τα αισθήματα τα οποία προκαλούνται από ερεθισμούς που μπορούν να ποικίλλουν ανάλογα με τις εξωτερικές συνθήκες (π.χ. η αντίληψη μιας στεφάνης μένει η ίδια, ακόμα και όταν η πλάγια τοποθέτηση της προς εκείνον που την παρατηρεί θα μπορούσε να προκαλέσει την εντύπωση του ελλειψοειδούς).
Η μορφολογική ψυχολογία, που εμφανίστηκε ως ψυχολογική κατεύθυνση, εκφράστηκε επίσης ως φιλοσοφική αντίληψη και ως ερμηνεία των φυσικών και των φυσιολογικών φαινομένων. Σχετικά με τα τελευταία, επιβεβαιώθηκε η ύπαρξη ενός παραλληλισμού μεταξύ των μορφών που γίνονται αντιληπτές και των μορφών των εγκεφαλικών νευρικών λειτουργιών (νόμος του ισομορφισμού). Μετά την εκτόπιση των εκπροσώπων της, οι περισσότεροι από τους οποίους ήταν Εβραίοι, η μορφολογική ψυχολογία μεταφυτεύτηκε στις ΗΠΑ (1930). Αφού ήλθε σε επαφή με την αμερικανική ψυχολογία της συμπεριφοράς, απέκτησε χαρακτήρα μεγαλύτερης πειραματικής αντικειμενικότητας, ο οποίος έλειπε μέχρι τότε από αυτή, εξαιτίας της κυρίως θεωρητικής θέσης της, που ελάχιστα ενδιαφερόταν για τα πρακτικά προβλήματα της κοινωνικής ζωής. Έτσι δημιουργήθηκαν διάφορες κατευθύνσεις, ανάμεσα στις οποίες ο «τοπολογικός γκεσταλτισμός» του Κουρτ Λέβιν, που αντιπροσωπεύει ένα είδος συμβιβασμού, ψυχολογίας της συμπεριφοράς και ψυχανάλυσης.
Η συνεχής προσπάθεια αναθεώρησης, που έγινε από τους μελετητές της μορφολογικής ψυχολογίας, οδήγησε σε διαρκώς μεγαλύτερη ενοποίηση των πολυάριθμων νόμων που είχαν διατυπωθεί αρχικά, σχετικά με τον τρόπο με τον oποίο επιτελείται η αντιληπτική ενοποίηση και πολύ περίπλοκων ακόμα πεδίων.
Μορφολογική ψυχολογία. Η εικόνα του Ράμπιν (A) δείχνει πως ο δομικός χαρακτήρας της μορφής μπορεί να προσδιοριστεί με την αντίληψη της σχέσης, η οποία υπάρχει μεταξύ των αισθητικών δεδομένων, που μπορούν να πάρουν εναλλακτικά τη λειτουργία μορφής ή βάθους? η προσθήκη λεπτομερειών (A’, Α’’) μπορεί να διευκολύνει την ερμηνεία κατά τον ένα ή τον άλλο τρόπο.
Dictionary of Greek. 2013.